πολυκάντηλο

πολυκάντηλο
το
πολύφωτο, πολυέλαιος: Κι ο ουρανός, το μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης (Σολωμός).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυκάνδηλο — το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Ν πολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ στο ναό τής Φύσης», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανδήλι(ον) …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυέλαιος — Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα… …   Dictionary of Greek

  • πολύλυχνον — τὸ, Α πολυκάντηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λύχνος / λύχνον (πρβλ. θερμό λυχνον)] …   Dictionary of Greek

  • πολυέλαιος — ο πολύφωτο, πολυκάντηλο (για ναούς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύφωτο — το είδος φωτιστικού με πολλές λάμπες, πολυκάντηλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”